- σκανδαλοποιός
- ός , όν 1. учиняющий скандал;2. (ο ) скандалист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκανδαλοποιός — ό / σκανδαλοποιός, όν, ΝΜ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που προκαλεί σκάνδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + ποιός*] … Dictionary of Greek
σκανδαλοποιός — ο, η 1. αυτός που δημιουργεί σκάνδαλα. 2. αυτός που προκαλεί ή επιζητεί έριδες, ο σκανταλιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
σκανδαλοπλόκος — ο / σκανδαλοπλόκος, ον, ΝΜ αυτός που μηχανεύεται σκάνδαλα, σκανδαλοποιός. επίρρ... σκανδαλοπλόκως ΝΜ στήνοντας παγίδες ή εφευρίσκοντας σκάνδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος] … Dictionary of Greek
σκανδαλουργός — όν, Μ σκανδαλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. μαχαιρ ουργός] … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek